Ένας άνθρωπος εργαζόταν στο Ταχυδρομικό Γραφείο, και η εργασία του ήταν να διαχειρίζεται όλα τα γράμματα που είχαν δυσανάγνωστες διευθύνσεις.
Κάποια ημέρα, ήρθε μία επιστολή προς τον Θεό, με τρεμάμενο γραφικό χαρακτήρα και χωρίς διεύθυνση.
Σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ανοίξει γιά να δει περί τίνος επρόκειτο.
Η επιστολή είχε ως εξής:
Θεέ μου, είμαι μία ηλικιωμένη 83 ετών, που ζει με μία πολύ μικρή σύνταξη. Ο Παπανδρέου μου έκοψε το δώρο και εχθές κάποιος έκλεψε το πορτοφόλι μου. Είχα 100 ευρώ σε αυτό, που ήταν όλα τα λεφτά που είχα μέχρι την επόμενη σύνταξή μου.
Την ερχόμενη Κυριακή είναι Χριστούγεννα, και έχω καλέσει δύο από τις φίλες μου γιά φαγητό.
Χωρίς αυτά τα χρήματα, δεν έχω τίποτα γιά να αγοράσω τρόφιμα,
δεν έχω οικογένεια γιά να ζητήσω χρήματα και είσαι η μόνη ελπίδα μου.
Μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις;
Σε ευχαριστώ
Μαρία.
Ο ταχυδρομικός υπάλληλος συγκινήθηκε.
Έδειξε την επιστολή σε όλους τους συνάδελφους του.
Ο κάθε ένας άνοιξε το πορτοφόλι του και έδωσε μερικά ευρώ.
Μάζεψαν όλα και όλα 95 ευρώ, τα έβαλαν σε ένα φάκελο και τα έστειλαν στην ηλικιωμένη.
Το υπόλοιπο της ημέρας, όλοι οι εργαζόμενοι ένοιωθαν μια ζεστή αίσθηση στην σκέψη της ηλικιωμένης και στο δείπνο που θα ήτανσε θέση να μοιρασθεί με τις φίλες της.
Τα Χριστούγεννα ήρθαν και έφυγαν.
Λίγες ημέρες αργότερα, άλλη μία επιστολή ήλθε από την ίδια ηλικιωμένη προς τον Θεό. Όλοι οι εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν γύρω, το γράμμα ανοίχτηκε και έλεγε:
Θεέ μου, πώς μπορώ να σε ευχαριστήσω αρκετά γιά αυτό που έκανες γιά εμένα;
Λόγω του δώρου της αγάπης σου, μπόρεσα να ετοιμάσω ένα υπέροχο δείπνο γιά τις φίλες μου.
Περάσαμε πολύ ωραία βραδυά και είπα στις φίλες μου γιά το υπέροχο δώρο σου.
Με την ευκαιρία, να σου πω ότι έλλειπαν 5 ευρώ.
Μάλλον θα τα βούτηξαν αυτοί οι αλήτες του ταχυδρομείου ...