Υπαρχουν ηχοι θορυβοι παφλασμοι. Υπαρχει το θροισμα η βουη ο τριγμος, ενας ψιθυρος σφυριγμα κροτος, ο ορυμαγδος. Υπαρχουν δονησεις κραυγες μουσικη, μουρμουρητα βογκητα αρμονιες, παρτιτουρες οκταβες και ψαλμοι, μονωδιες ντουετα τραγουδια, φωνες και φθογγοι, χορδες και χροιες.
Ηχος ομως σαν της μοτοσυκλετας της γυναικας μου δεν υπαρχει. Και για να γινω πιο προσωπικος πιο συγκεκριμενος, ηχος σαν της μοτοσυκλετας της γυναικας μου οταν ερχεται στο κρεβατι μου δεν υπαρχει αλλος.
Απο τους ιδιους κυλινδρους προερχεται κι απο τις αυτες εξατμισεις βγαινει -κι ομως αλλος ειναι. Σαν ρογχος, σαν ενα παρατεταμενο staccato βουητο που κρατα και κρατα, πλησιαζει δεν σβηνει. Αντηχει στα στενα της Κυψελης, αχολογα μεσα στα ιδρωμενα μπετα του Ιουλη κι ανεβαινει αργα, ραθυμα σκαφραλωνει μεχρι τον 4ο οροφο που ειναι το σπιτι μου.
Ο γατος που καθεται μπροστα απ' το πληκτρολογιο -πανω στο γραφειο μου φυσικα και κατω απ' τη λαμπα- ξυπνα, τεντωνει τ' αυτια του γυριζει και με κοιτα, τανιεται ν' αλλαξει θεση και βυθιζεται παλι στον υπνο του, "ηρθε" μου λεει, "σηκω να της ανοιξεις, πηγαινε" επιμενει με ματια μισοκλειστα, γουργουριστα.
Απο κατω στο δρομο η γυναικα μου δεν βρισκει να παρκαρει, τα αυτοκινητα εδω δεν αφηνουν χωρο ουτε για BMX πιτσιρικου, βασανιζεται μια μπρος-δεκα πισω, τσαντιζεται και κλειδωνει τη μοτοσυκλετα της πανω στη στροφη, στη συμβολη των δρομων στη γωνια της πολυκατοικιας μου.
Κι οσο κρατουν οι μανουβρες αυτες λες και Γιαπωνεζοι τυμπανιστες, αυτοι οι ημιγυμνοι KODO, εχουν μπει στο σωμα μου και βροντοχτυπουν τα νεφρα μου, δεκαδες μικρα κοφτα και σκληρα χτυπηματα κροτουν πλεον μεσα μου, τωρα που ο κινητηρας της εχει σβησει.
Κανει χωνι και ηχειο και καλωδιο χοντρο η σπονδυλικη μου στηλη κι ανεβαζει την ηχω απο κατω χαμηλα στο κεφαλι μου, αντιλαλω κουδουνιζω ολοκληρος καθως τρεχω να της ανοιξω την πορτα, ουτε λεπτο να μην περιμενει αυτη, ουτε δευτερολεπτο να μην προλαβει να χτυπησει κουδουνι.
Μεχρι να πεσει στην αγκαλια μου, ν' ανοιξουν τα χερια μου και μεσα τους να την κλεισουν, να τη σφιξουν να την κρατησουνε, να νιωσουν αυτο το κορμι που παλλεται φρικια και δονειται, ενας φλοισβος που φουσκωνει αγριευει ξεχυνεται, ο σπασμος της γυναικας στον αντρα.
Γιατι απο κει, απ' αυτο το σημειο μετα παυουν ολοι οι θορυβοι η φασαρια οι ηχοι, σταματουν τα ημιτονια τα σημεια οι νοτες, ανοιγονται αλλα πενταγραμμα εντελως πεζα καθολου μουσικα, σαρκικα απολυτως. Απο κει και μετα δεν ακουγεται τιποτα γιατι ειναι τα σωματα που ηχουν, τα σωματα πολυλογουν φλυαρουν και υμνουνε, σωματα που συνθετουν χτυπουν λαρυγγιζουν, σωματα που αρχινουν και ξεχνουν να τελειωσουν.
Κι αν επανω στον 4ο οροφο, δυο ανθρωποι δυο ψυχες δυο κορμια ζουν αναπνεουν και χανονται ταυτοχρονως, αν πισω απο τοιχους αστολιστους και βιβλια, πολλα ανταλλακτικα και του surf τσαμασιρια ενας αντρας και μια γυναικα Συνομιλουν, κατω στο δρομο ολονυχτις μια μοτοσυκλετα κοιμαται. Γερμενη στο πλαγιο σταντ με το τιμονι διπλωμενο, μ' ενα ψευτολουκετο περασμενο στο λαιμο, η μοτοσυκλετα της γυναικας μου πιστα περιμενει. Οι ωρες περνουν τα λεπτα κυλουν το κοντερ της δεν γραφει, αλλων ειναι τωρα που τα οδομετρα προσθετουν και αφαιρουν, αλλων ειναι τωρα που τα οργανα ανεβαζουν στροφες και χιλιομετρα, ρυθμους κινησεις ανασες.
Αυτος ο λεταισθητος σεισμος ουτε που φτανει στο δρομο, δεν απειλειται η μηχανη, δεν κινδυνευει ο κινητηρας, σβηστος κλειστος και αηχος ειναι αυτος, αλλοι αλλα κι αλλου κανουν ανταρα, η μοτοσυκλετα δεν νοιαζεται, την καθευδουν τα τροπαια αλλων.
Σηκωνομαι παντα νωρις για να βαλω καφε. Ειναι μια του μπακουρη συνηθεια που με τιποτα δεν αλλαζει, η μυρωδια του ζουμιου στην κουζινα και το κελαρυσμα του νερου στη μπανιερα ειναι τα ελαχιστα κι αναφαιρετα sine qua non του εργενη. Κι επειδη η γυναικα μου πινει καθε πρωι δυο ποτηρια φρεσκο γαλα μολις ανοιξει τα ματια της, θα κετεβω εγω στο φουρνο της γειτονιας να της παρω ενα λιτρο, μαζι με ζεστο ψωμι και κατι μικρες ταρτες που φτιαχνει ο αλευρωμενος απ' τα μαυρα χαραματα φιλος μου. Εκεινη κοιμαται του καλου καιρου οταν θα βγω στο δρομο, θα περασω απεναντι και με το ματι θ' αναζητησω τη μοτοσυκλετα της.
Προσοχη εδω. Οχι για να βεβαιωθω αγχωμενος οτι δεν την εχουνε κλεψει (οπως θα εκανα για καθε αλλη και για τη δικη μου φυσικα), μα για να τη νιωσω οτι ειναι ΕΚΕΙ. Οτι ειναι ακομη εκει, ηταν ολο το βραδυ εκει κι ακομα και τωρα εκει ειναι. Με ματια τρυφερη θα χαιδεψω αυτο το κομματι το σιδερο που καθεται αδιαφορο αραχτο με τις σταγονες δροσιας πανω του, ενα μυρμηγκιασμα στο δερμα του (εχουνε και δερμα οι μοτοσυκλετες μωρε; ), μια ανατριχιλα ανεπαισθητη την ωρα που περνω και κοιτω, μα συμβαινουν ολα αυτα η πλασματα της φαντασιας μου ειναι;
Η πρωτη καλημερα της μερας λοιπον δεν ειναι στο γατο μου (εκεινος κοιμαται), δεν ειναι στη γυναικα μου (κι εκεινη κοιμαται), η πρωτη καλημερα της μερας μου ειναι σε μια μοτοσυκλετα, στη μοτοσυκλετα της ειναι. Σε εκεινη που καποιες ωρες μετα θα την παρει και θα φυγουνε, εχουνε και δουλειες να φροντισουν.
Και την ωρα που εγω θα πιανω τα χαρτια τα μολυβια με τα αδεια χερια μου, εκεινες, η γυναικα μου και η δικη της μοτοσυκλετα μεσα σ' εναν βομβο ροχθο αχο θα ξεμακραινουν θα φευγουν. Και θ' ανεβει παλι ο ιδος ο ηχος ο θορυβος παφλασμος να με πνιξει, να με τυλιξει ζεστα και πικρα μεχρι την αλλη φορα που κι οι δυο τους θα ερθουν.
Μεχρι τοτε παλι ξανα, μοναδικα μελωδικα, απεγνωσμενα κι ανθρωπινα, σχεδον ευτυχισμενα.
--Ν. Φωτος