Ο δρομος αρχισε να κατηφοριζει προς τη Λαμια και μας πηγαινε μεσα απο μικρα και μεγαλυτερα χωριουδακια. Με χτυπησε στην πλατη. Τι θα ελεγες να κανουμε μια σταση καπου να πιουμε κατι ζεστο; Δεν την παλευω με αυτο το κρυο.
Σταματησα εξω απο ενα μικρο καφενεδακι στην πλατεια του χωριου που ημασταν και εσβησα τη μηχανη.
Μπηκαμε μεσα. Το μερος γραφικο και ζεστο. Αποφυγαμε τα εντονα βλεμματα αποριας απο τους λιγους παππουδες στην εισοδο και ανεβηκαμε στο πρωτο οροφο. Το μερος ηταν σαν σοφιτα με εντονα επικλινη οροφη. Στις γωνιες μεγαλες μαξιλαρες και ξυλινα τραπεζακια. Τελεια! Χωθηκαμε στη γωνια και κατσαμε σιωπηλοι.
- Τι;
- Τιποτα.
Αν υπαρχει ΜΙΑ σταθερα στο Συμπαν ειναι οτι οταν καποιος αντρας ρωτησει μια κοπελα τι σκεφτεται, αυτη θα απαντησει «τιποτα». Ποιοι νομοι της Βαρυτητας και κουραφεξαλα; Εδω ειναι το μεγα μυστηριο της φυσης μεγαλε! Η Γυναικα, το γενους θυλικου εκεινο ακατανοητο, αψυχολογητο, ανυποτακτο Ον, που αναθεμα και αν καταλαβε κανεις ποτε πως σκεφτεται και πως λειτουργει...
Παντως εμενα μια φορα αυτη η ατακα παντα εκανε burnouts πανω στο νευρικο μου συστημα.
Την ενοιωσα να με κοιταει παλι με αυτο το διαπεραστικο της βλεμμα με ενα τεραστιο γλυκο χαμογελο, κατι αναμεσα στην απολυτη αμηχανια και την απεραντη λατρεια και χαμογελασα σαν χαζος. Παλι. Τι μου συνεβαινε; Δεν ηθελα να της το πω αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο με μαγνητιζε αυτο ακριβως το βλεμμα και το χαμογελο της. Το ακομα ομως πιο ανεξηγητο ηταν οτι ενοιωθα τις παλιες μου σκεψεις να κυλανε πανω απο τους ωμους μου και να πεφτουν στο πατωμα σαν παλια σακκια, σαν αχρηστα μπαγκαζια.
Ειναι καποιες σπανιες στιγμες που τα ματια λενε οτι δεν μπορουν να πουν τα χειλη. Μα πως ηταν δυνατον; Μια γνωριμια απο το πουθενα, ενας ανθρωπος που μολις ειχα γνωρισει και κοιταζοντας την το μυαλο μου αδειαζε απο ολα τα παλια βαρη. Το χθεσινοβραδυνο μηνυμα στο κινητο τωρα ηταν σαν ενα κακο ονειρο και το μονο που μπορουσα να κανω τωρα ειναι να καθομαι και να κοιταζω σαν χαμενος.
Εσπασε τη σιωπη με αυτο το παιδικο της γελιο και εκανε μια μικρη γκριματσα: Τι εγινε παιδακι μου; Το κρυο σου κατεψυξε το μυαλο και δεν εχασες την ικανοτητα να μιλας; Ελπιζω να παρεμεινε η ικανοτητα να ακους γιατι τζαμπα θα μιλαω τοση ωρα!
- Δεν ειναι αυτο βρε συ. Απλα ψιλοχαζεψα και αφαιρεθηκα.
- Τι;
- .... Τελικα δεν μου ειπες! Ενταξει με τα γαντια και το κρανος;
- Ου ναι μια χαρα! Νομιζα οτι δεν θα αντεξω εκει πισω στα ανεμοδαρμενα υψη αλλα τελικα ηταν μια χαρα!
- Ωραια γιατι ειχα μια ανησυχια οσο να ʽναι. Εξαλλου και ο προορισμος μας δεν ειναι μακρυα.
Με καρφωσε με το βλεμα και ειπε σιγα λες και το ελεγε για να το ακουσει ο εαυτος της. Ενταξει... Δεν βιαζομαστε κιολας.
Καθως η ωρα προχωρουσε, αρχισε να μου μιλαει για ενα σωρο πραγματα. Για τους δικους της, για τις σπουδες της, για σχεσεις και ηταν λες και γνωριζομαστε χρονια... Εγω απλα συμπληρωνα τις σκεψεις της και αυτη τις δικες μου. Συμφωνια αποψεων; Χημεια; Συμπτωση;
Την κοιτουσα να μιλαει ασταματητα, να γελαει, να λεει αστειακια και μετα να τα παιρνει πισω «μη μου δινεις σημασια μωρε! Μ@λ@κιες λεω! χιχιχι» και εγω την ακουγα αχορταγα λες και η φωνη της ηταν γαργαρο νερο για την διψασμενη ψυχη μου και δεν ηξερα αν επρεπε να της κλεισω το στομα με το χερι η με χιλια φιλια!
Ηθελα να την κοιταζω, να την ακουω, να της μιλαω, μα τι διαολο μου συνεβαινε πια; 40 χρονων μουλαρι και ενοιωθα λες και ημουν ξανα 16 απεναντι στην πρωτη μου μεγαλη καψουρα! Τοτε που επαιρνες επιτελους το κουραγιο να πας να μιλησεις και το στομαχι ηταν κομπος και η ψυχη στην κωλοτσεπη....
Σταματησε και με κοιταξε.
- Με επιασε η πολυλογια μου παλι ε;
- Οχι δεν πειραζει. Μια χαρα! Μου αρεσει να σε ακουω. Ξερεις, δεν ξερω πως θα σου ακουστει αλλα μου αρεσε που ετυχε αυτη η γνωριμια μας σημερα.
- Και εμενα... Πολυ...
- ...
- ....
Ηθελα να της πω οτι την ευχαριστουσα γιατι μπηκε σαν φρεσκος αερας στο αραχνιασμενο δωματιο του μυαλου μου και ξεσκονισε παλιες ιδεες, σκεψεις και συναισθηματα. Δεν της το ειπα ομως γιατι θα με περνουσε για τρελο. Ομως γιατι με κοιτουσε παλι ετσι με αυτο το μεγαλο χαμογελο στα χειλη της;
Οι σιωπες παλι ελεγαν οσα δεν μπορουσαν να πουν τα στοματα. Ηταν καιρος να πηγαινουμε. Εξαλλου ειχε πιασει να σουρουπωνει και δεν το ειχαμε καλα καλα καταλαβει!
Εβαλα τη μηχανη να ζεσταινεται και την χαζευα που παλευε να βαλει το κρανος και τα γαντια της. Εξʼ οψεως φαινοταν τοσο μαγκακι και δυναμικη, μια κοπελα που δεν μασαει και που μπορει να τα κανει ολα μονη της μια χαρα. Αλλα καποιες στιγμες που αφηνε κατω τις αμυνες της εδειχνε οτι ακριβως πισω απο την κουρτινα εκρυβε ενα ευαισθητο πλασμα που ηθελε πολλα αλλα δεν ηξερε πως να τα ζητησει...
Ανεβηκα στη μηχανη και εκατσε πισω και περασε τα χερια της αυθορμητα γυρω μου. «Ξερεις, εχει αρχισει να μου καλαρεσει εδω πισω τελικα!»
Δεν μιλησα, απλα της εσφιξα το χερι με το γαντι και ξεκινησα τη διαδρομη για τη διασταυρωση της Λαμιας.
Ποσο παραξενα ειχαν ερθει ολα! Οσο μου αρεσε αυτη η απροσδοκητη γνωριμια αλλο τοσο με τρομαζε! Ηταν αληθινη; Ηταν δυνατον να ειναι αληθινη; Πως μπορει να ειχαμε κολλησει τοσο πολυ με το καλημερα; Δεν ειχε λογικη αυτο το πραγμα! Αλλα και παλι που κολλαει η λογικη σε αυτα τα πραγματα ρε γ@μωτο;
Ειχα ξεκινησει το ταξιδι με αφορμη ενα μηνυμα απο τη παλια ζωη μου, ενα φαντασμα του παρελθοντος μου που ειχε ξυπνησει ξαφνικα και ζητουσε τα ρεστα. Ενας κυκλος που δεν ειχε κλεισει και που θελησα να κλεισω.
Με το να παω να την βρω. Ετσι κλεινουν οι κυκλοι εξαλλου. Ετσι δεν ειναι;
Η μηχανη κυλησε αργα φτανοντας στη διασταυρωση. Λαμια αριστερα 5, Αθηνα δεξια 210.
Γυρισα και την κοιταξα μουδιασμενα:
- Εχουμε πλεον σχεδον φτασει. Λογικα η φιλη σου θα σε περιμενει ε; Αργησαμε και λιγ....
Μου εκλεισε το στομα με το χερι χαμογελοντας και εσκυψε μπροστα σπρωχνοντας τον διακοπτη του φλας δεξια: «Καιρος να κλεισουμε τους παλιους μας κυκλους πια...»
ΤΕΛΟΣ