Η στερεοτυπική αντίληψη των ευρωπαϊκών κοινωνιών για τις ανθρωπιστικές κρίσεις συνίσταται στο ότι αυτές εκδηλώνονται μόνον έπειτα από φυσικές καταστροφές, επιδημίες, πολέμους ή εμφύλιες συγκρούσεις. Ότι μια τέτοια κρίση μπορεί να συμβεί σε μια ευρωπαϊκή χώρα, ιδίως όταν αυτή ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μοιάζει για πολλούς από εμάς κάτι εντελώς απίθανο.
Και όμως, μια σειρά από εμπειρογνώμονες, θα υποστήριζαν την άποψη ότι η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο μιας ανθρωπιστικής κρίσης. Ο επικεφαλής των Γιατρών του Κόσμου, Νικίτας Κανάκης, της μεγαλύτερης και πιο σημαντικής ΜΚΟ στην Ελλάδα, ήταν ένας από τους πρώτους που το δήλωσαν δημόσια. Η περιοχή του λιμανιού του Περάματος, όχι μακριά από την Αθήνα, βρίσκεται εν μέσω μιας ανθρωπιστικής καταστροφής. Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, η μεγαλύτερη επαγγελματική κοινότητα στο χώρο της υγείας, έχει αποστείλει ακόμη και επίσημη επιστολή στα Ηνωμένα Έθνη ζητώντας την παρέμβαση τους.
Το γεγονός ότι λίγα έχουν ειπωθεί για αυτή την ανθρωπιστική κρίση, οφείλεται σε πολιτικές σκοπιμότητες. Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΕ, θα έχουν επίσης αναγνωρίσει ότι η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα της λεγόμενης οικονομικής «διάσωσης» της Ελλάδας. Έτσι οι κυβερνητικές αρχές αποφάσισαν να σιωπήσουν.
Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει μια ευρύτερα αποδεκτή συμφωνία σχετικά με το τι συνιστά μια ανθρωπιστική κρίση. Αλλά ο ορισμός που χρησιμοποιείται από όσους έχουν πρακτική εμπειρία είναι απλός και σαφής. Μία ανθρωπιστική κρίση συνήθως χαρακτηρίζεται από αύξηση της φτώχειας, μεγέθυνση των ανισοτήτων στην εκπαίδευση και την κοινωνική προστασία, καθώς και από την αδυναμία πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες υγείας, ιατρικές εξετάσεις, νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη. Με άλλα λόγια: όταν δεις μια κρίση, δεν θα την μπερδέψεις με κάτι άλλο.
Η Ελλάδα ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ανθρωπιστική κρίση. Σύμφωνα με τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, το 2008 η Ελλάδα βρισκόταν στην 18η θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Κανείς από τους κατοίκους αυτής της χώρας δεν θα περίμενε ότι μια τόσο δραματική αλλαγή μπορεί να συμβεί.
Ήταν μια επίπλαστη ασφάλεια που προσφέρθηκε από τους θεσμικούς οργανισμούς και τους μηχανισμούς της Ε.Ε. Τα κράτη – μέλη έπρεπε να πληρώνουν για αυτή την επίπλαστη ασφάλεια εκπληρώνοντας απαιτητικά οικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Το παράδοξο είναι ότι ακόμα και η ΕΕ, ο υποτιθέμενος εγγυητής της ασφάλειας και της ευημερίας των κρατών μελών, έχει σαφώς καθορισμένους τρόπους μέτρησης της φτώχειας, τόσο απόλυτους όσο και σχετικούς, που δείχνουν ότι πράγματι στην Ελλάδα υπάρχει μια ανθρωπιστική κρίση.
Με βάση τα κριτήρια και τα δεδομένα της ΕΕ, η Ελλάδα είναι μια χώρα σε κατάσταση σοβαρής ένδειας. Το 2011, 31,4% του πληθυσμού, ή 3,4 εκατομμύρια άνθρωποι, ζούσαν με εισόδημα κάτω από το 60% του εθνικού μέσου διαθέσιμου εισοδήματος. Την ίδια στιγμή, το 27,3% του πληθυσμού, ή 1,3 εκατομμύρια άτομα, βρίσκονται αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της φτώχειας. Δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία για το 2012, αν και τα πράγματα έχουν σίγουρα γίνει χειρότερα.
Χρησιμοποιώντας περαιτέρω δείκτες της ΕΕ, ένα μεγάλο ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών ζουν σήμερα σε συνθήκες «υλικής στέρησης». Λίγοι περισσότεροι από το 11% στην πραγματικότητα ζουν σε «ακραία υλική στέρηση", το οποίο σημαίνει ότι δεν έχουν επαρκή θέρμανση, ηλεκτρική ενέργεια, και δεν έχουν αυτοκίνητο ή τηλέφωνο. Σημαίνει επίσης, ότι έχουν μια κακή διατροφή, χωρίς κρέας ή ψάρι σε εβδομαδιαία βάση, καθώς και ολική ή μερική αδυναμία να καλύψουν τα έξοδα έκτακτης ανάγκης ή τις πληρωμές για ενοίκιο και λογαριασμούς.
Η αναποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας και η έλλειψη των εθνικών προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας έχουν ωθήσει την Ελλάδα ακόμη περισσότερο κάτω στην κατάταξη της φτώχειας. Το ποσοστό ανεργίας στον ενήλικο πληθυσμό διαμορφώθηκε στο 26,8% τον Οκτώβριο του 2012. Το επίπεδο αυτό, αν και τεράστια σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, δεν καταφέρνει να συνθέσει ολόκληρη την εικόνα.
Δεν συμπεριλαμβάνει, για παράδειγμα, την ανεργία που προκαλείται από το κλείσιμο χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων. Στους ανέργους θα πρέπει να προστεθούν και οι εργαζόμενοι φτωχοί, αυτοί δηλαδή που ενώ εργάζονται έχουν τόσο χαμηλό μισθό που δεν τους επιτρέπει να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει το 13% των εργαζομένων, αντιπροσωπεύοντας το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στην ευρωζώνη.
Υπάρχουν τρεις ακόμη δείκτες που δείχνουν προς μια ανθρωπιστική κρίση. Πρώτον, ο αριθμός των αστέγων έχει αυξηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα για μια ευρωπαϊκή χώρα: ανεπίσημες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν σε 40.000. Δεύτερον, το ποσοστό των Ελλήνων που προσφεύγουν σε ΜΚΟ για ιατρικές υπηρεσίες σε ορισμένα αστικά κέντρα καταγράφηκε στο 60% του συνόλου το 2012. Αυτό θα ήταν αδιανόητο ακόμη και πριν από τρία χρόνια, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες αυτές απευθύνονταν κυρίως στους μετανάστες και όχι στους Έλληνες.
Τρίτον, υπήρξε εκρηκτική αύξηση των συσσιτίων και της διανομής τροφίμων. Τα επίπεδα δεν έχουν καταγραφεί επίσημα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδος διανέμει περίπου 250.000 μερίδες καθημερινά, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των μερίδων που διανέμονται καθημερινά από δημοτικές αρχές και ΜΚΟ. Με πρόσφατη οδηγία της κυβέρνησης, θα επεκταθεί η διανομή μερίδων από τους Δήμους λόγω της αυξανόμενης συχνότητας λιποθυμικών φαινομένων σε παιδία, εξαιτίας της χαμηλής πρόσληψης θερμίδων. Θα υπάρξουν επίσης και ελαφριά γεύματα που θα παρέχονται στους νέους φοιτητές.
Η απόδειξη της φτώχειας, της ανισότητας, καθώς και της αδυναμία πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, επιβεβαιώνει τις όλο και πιο απελπιστικές δηλώσεις των ανθρώπων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο ανθρωπιστικής δράσης, και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Είναι ντροπή για την ελληνική κυβέρνηση και την ΕΕ να κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Η διεθνής ανθρωπιστική κοινότητα είναι επείγον να ανταποκριθεί.
Δημοσιεύθηκε στον "Guardian" τη Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου