Να με κουζουλάνει θέλει κι εμένα ο δαίμονας η γρα!
Έγραφά σας, συντέκνοι μου αναγνώστες, στο περασμένο γραμματσάκι, πως το ξορκισμένο το γυαλί μού κουζούλανε μπίτις τη γρα τη Βαγγελιά, που μου το ʼριξε εδά στα γεροντάματά μας, στα μεγαλεία και τα μεροκάνταλά τζη είναι στα σαλόνια και δεν ξανακοντοβολά, λέει, μπλιο σʼ αλώνια, αλωνίσματα και λιχνίσματα· επέταξε και το βωλόσυρο και το θρινάκι μαζί με το θρομίλι και την ανέμη. Έλεγέ μου, ακόμης, πως μαζί μʼ άλλες φυρομυαλισμένες χωριανές, θα κάμουνε... καλλιστεία λέει στο χωριό· κι άλλα τέθοια μοσκοκούζουλα μου ξελαρμίζει κάθε μέρα, κι ως πέσομε να κοιμηθούμε, πʼ αρχινά την κρεβατομουρμούρα.
Απαγόρεψέ μου να τήνε φωνιάζω Βαγγελιά γή Ευαγγελία.
-Ούλες οι φιλενάδες μου, Μανούσο, ευρωπαΐσανε τα βαφτιστικά ντως.
Η Αρκαλοφωτεινή εγίνηκε Φώφη.
Η Κατερινιά τʼ Αντρουλοκωστή εγίνηκε... Κάθριν.
Η συμπεθέρα η Αθανασιά του Κατσουλοδημήτρη, εγίνηκε... Νάνσυ.
Η Βγενιά η Κουρκούτσα, εγίνηκε... Τζένη.
Η Μαριγώ του Μαρκουλιουδαντώνη, εγίνηκε... Μάριον.
Και την Εργινιά, μπρε του Σταύρακα, την αυγουλομάτα, πως την εβγάλετε;
-Ράινα, μας είπε να τήνε λέμε.
-Ούλες θωρώ οι ζαβές, αλλαξοβαφτιστήκετε. Και πώς θα σʼ αποκαλώ, μωρή νεραϊδάρα, από ʼδα κι ομπρός;
-Εύα να με λέεις.
-Εύα; Όϊ για την Παναγία, γυναίκα. Γιατί θα με βγάλουνε κι εμένα Αδάμ, και θα μας αποκαλούνε, περιγελώντας μας, "οι πρωτόπλαστοι". Και δε φτάνει μόνο το γιουχάισμα και τα χάχανα, που θα μάσε λούζουνε κάθα που θα βγούμε στο τσαρσί, παρά θα βρούμε και κακό μπελά. Γιατί θα μάσε λένε οι χωριανοί, με πρώτο τον παπά, σʼ ό,τι κακό τσι βρεί:
-Κλασοπαπαδιά πέσει στα περβολικά, τσιλατό και κλαπάτσα στα οζά, ψώρα στσʼ όρνιθες, λίβας, ξερασιά, περονόσπορος, χιονιάς, για ούλα θα φωνιάζουνε και θα μάσε καταριούνται:
-Ο Αδάμης κι η γυναίκα ντου η Εύα, οι αφορεσμένοι από το Θεό τον ίδιο, μας τα κάνουν οι πεζεβέγκηδες, μόνο να τσʼ αποβγάλουμε από το χωριό.
-Δίκιο έχεις, άντρα μου. Τότες να με λέεις Βάγγη.
-Καλιά ʼχω να σε λέω διάολο, οχρούτσι σου, μα Βάγγη μωρή; Απού ως τʼ ακούσουνε τα λαδικά, θα με βγάλουνε κι εμένα... Βάγγο, σαν το Βάγγο το κουτσαβάκι τση χώρας.
Εγώ, μωρέ, ο καπετάν Μανούσακας, να γενώ στα γεράματα μου... μάγκας κουτσαβάκι! Καλλιά να με λούσεις τσʼ αλουσιές τση μπουγάδας, παρά τα τέτοια μασκαραλίκια!
-Καλά, να δω θέλει ταχιά το γυαλί και πως αποκαλούνε οι σερνικοί που βγαίνουνε, τσι γυναίκες που μʼ αυτές σκαρνεύουνται και μιλούνε, και θα σου πω.
Κι ελόγου σου, νʼ αλλάξεις όνομα, γιατί το Μανούσος είναι βοσκαρούδικο. Κι ύστερα, δεν το νταγιαντίζω να μʼ αποκαλούνε Μανουσοβαγγελιά, γή Μανουσάκαινα, σαν τη διπλανή τʼ Αντώνη του ζευγά τη γυναίκα, που τήνε φωνιάζουνε Αντωνάκαινα.
Κι εσένα, απόδα κι ομπρός θα σε λέω Μάνο.
-Όϊ, διάνο, να σε λέω κι εσένα Διάνα, και Διανάκια τα κοπέλια!
Κι εκειά αρπαχτήκαμε, κατά που το συνηθίζομε, ώσπου βγάλαμε τα μάθια μας κι εκαταλαγιάξαμε...
Εγύρεψε ακόμης να βγάλω, λέει, τα σαλβαρομίτανα και να φουκαρώσω στα στενά, να γενώ κι εγώ ψαλιδόκωλος, σαν κι ούλους τσʼ άλλους χωριανούς. Κι έβαλα τζι στο τέλος στʼ ατζιά μου τσι πύργιες, όϊ μόνο για τη μουρμούρα τση γρας απού δεν τήνε νταγιάντιζα, και νάτε πώς:
Εμπήκα στη Χώρα να πουσουνίζω βράκα και μιτάνι μα ένα-δυό που ρώτηξα, μού ʼπανε, πως απόθανε ο συχωρεμένος ο Μπαλαντίνος, που ʼραβε τσι κρητικές φορεσιές, που στο τέλος μόνο για τσι παρελάσεις και για τσʼ Αποκράδες τσι θέλανε, να ντύνουνται κουκουγέροι, μα κι ετούτο το μασκαραλίκι με τσι βράκες εξεθύμανε, γιατί τση μόδας εγινήκανε οι πιπερότοι, πιπεράτοι, όπως θαρρώ τσι λένε, κι άλλοι τέθοιοι φασουλήδες.
Εμπήκα το λοιπόν στη Χώρα, καλώς και καλώς τονε τον καπετάνιο, με χαιρετούσαν οι αργαστηριάρηδες, κι ούλοι μου γνέφαν να μπω στο μαγαζί ντωνε. Και δεν εμπόρουνα βέβαια κοτζάμ καπετάν Μανούσακας, να τωνε γυρεύω φράγκικα πατελόνια και γελεκάκια με τα τσεπάκια για το ρολόι και τα λιανά. Ήλεγα ντωνε πως για τον εγγονό μου το Μιχαλάκη θέλω ένα τακιμάκι, του Ρετσίνα να ʼναι.
– Ο Ρετσινάς είνʼ αποθαμένος, εδά κι έναν αιώνα, καπετάνιο και δε φαίνουνε ʼδα τέθοια πανιά οι εργοστασιάρχες. Μα κι αν είχαμε κιανένα απομεινάρι και στο πουλούσαμε και το πήγαινες του κοπελιού, θα σου καταχτυπούσανε ούλοι, φαμελιακώς στην κεφαλή, γιατί θα το περνούσανε για προσβολή, κι ανέ το ʼθελε και το βανε το κοπέλι, για να μη σε προσβάλλει, θα το παίρνανε στο ψιλό, και θα το γιουχαΐζανε τʼ άλλα κοπέλια κι οι κοπελιές το περισσότερο, που θα τονε ξεγράφανε κι από υποψήφιο γαμπρό.
-Κι αμʼ είντα βάνουνε ʼδα οι άντρες και τʼ αντράκια;
-Εδά άντρες-γυναίκες, μικιοί μεγάλοι, γέροι και γρες, βάνουνε πατελόνια τζίνια, ίδια ʼναι για σερνικούς και θηλυκούς, ούνι σεξ - λύσσεξ, αυτά ʼναι ʼδα τση μόδας. Κι είντα διάολο να κάμω, εγύρεψα να ιδώ τούτα τα σερνικοθήλυκα πατελόνια. Κι όσα μου δείξανε ήτονε ξεβερουλιασμένα, μισοξεσκισμένα, τρυπημένα στο γόνατα και ξεφτισμένα.
Δεν ντρέπεστε, μωρέ σεις τζιγκιανέδες, να πουλείτε τούτανα τα ξεφτίδια, για καινούργια ρούχα. Πώς θα τα πάω μωρέ του κοπελιού τα τέθοια αποφόρια, που μου πρεσβεντάρετε; τώνε λέω.
Γελούν και ξεκαρδίζουνται εμπόροι, εμποράκια και φαμεγιουράκια, κι ένας τωνε με ρωτά:
-Δε μου λες, καπετάνιο, βοσκός είσαι, στσι μαδάρες ζεις, και ρασιές φορείς κι άθρωπο, όξω από τα οζά σου δε θωρρείς, να δεις μʼ είντα ντύνουνται οι σημερνοί;
Τούτανα τα ξεφτισμένα είναι ʼδα τση μόδας, κι ανέ σου δώκομε αξέσκιστο ρούχο και το πάεις του κοπελιού, θα βάλει κείνο τη μάνα του να το τρυπά και να το ξεφτά με το ψαλίδι.
-Όΐ, κουμπάροι, ξεβερουλιασμένο πατελόνι δεν πάω ʼγω του κοπελιού, μόνο έχετε γειά.
Κι επειδή δε φαίνεστε σαλτιμπάγκοι, δε θα πω τω χωροφυλάκω να πιάσει να σάσε τσελεκώσει και να σάσε κλείσει στο χάψι.
Και καβαλίκεψα τη γαϊδούρα κι εγάηρα στο χωριό.
Κι ως μʼ είδε η γυναίκα μʼ άδεια τα χέρια, μʼ αρχινά:
-Είντα πήγες, μωρέ αχαΐρευτε, να κάμεις εις τη Χώρα; Μήμπανα πήγες στσι Χιόνες, να κάμεις βίζιτα στσι παστρικές που θα σε υποδεχτήκανε παίζοντας σου κούρταλα και μουσικές, για να σε μαδήσουνε, αν είχες σηκωμένους παράδες από το λαδομαγατζέ του Ξενάκη;
-Άφης, τση λέω, τσι κουζουλάδες, πατελόνια στενά γύρεψα να πουσουνίσω, μα δεν ήβρα.
-Κοτζάμ Χώρα, μωρέ αγαθιάρη, και δεν είχε πατελόνι;
Και που τα ʼβρα ʼγω και τα ʼβαλα και με πήρες στο ψιλό και μʼ έβγαλες Βαλεντίνα; Και καλά που πήρα τότες δυο ζευγάρια, να σου χαρίσω το ʼνα.
-Γυναικεία ρούχα, μωρή θα βάλω, εγώ ο Μανούσακας, γιούνι λυσσέξ, να μου βγάλουνε και τραγούδι, ως ξεπορτίσω και με δούνε οι χωριανοί, που θα με περάσουνε για φασουλή δίφορο! Καλλιά θα γενώ Χασάνης και Μωχαμέτης, παρά γυναικωτός.
Είπαμε πάλι τα ευγενικά μας κι επήγαμε κι εθέσαμε στο σοφαδάκι. Και ταλαποδαρμένος ως ήμουνε από το ταξίδι μʼ επήρε ο ύπνος κι ησύχασα.
Φιλώ σας κατακούτελα,
Ο γερω Χαράλαμπος.
Πηγή Χανιώτικα Νέα
_________________