Tρεις φίλοι ένας Ιταλός, ένας Γερμανός κι ένας Πόντιος δουλεύουν σε μία
οικοδομή. Κάθε μέρα στις 11:00 σταματούσαν για κολατσιό βγάζοντας ο
καθένας το τάπερ που είχε φέρει από το σπίτι.
Ο Γερμανός λοιπόν βλέποντας το φαγητό που του έχει φτιάξει η γυναίκα του
λέει:
- Oχι ρε γαμώτο, πάλι λουκάνικο θα φάω; Το έχω σιχαθεί! Αν κι αύριο έχω
το ίδιο φαγητό, δεν θα το αντέξω, θα βουτήξω από την οικοδομή στο κενό!
Ανοίγει και ο Ιταλός το τάπερ του, βλέπει το σπαγγέτι με σάλτσα που του
έφτιαξε η γυναίκα του και λέει:
- Οχι ρε γαμώτο πάλι σπαγγέτι θα φάω σήμερα; Αν και αύριο έχω την ίδια
αηδία θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή.
Ανοίγει κι ο Πόντιος, βλέπει κι αυτός το κολατσιό του και λέει:
- Οχι ρε γαμώτο πάλι τοστ θα φάω σήμερα; Αν αύριο είναι το ίδιο κολατσιό
θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή να σκοτωθώ!
Την άλλη μέρα δυστυχώς το κολατσιό όλων ήταν το ίδιο οπότε οι τρεις
ορκισμένοι φίλοι ένας-ένας με τη σειρά έπεσαν από την οικοδομή και
σκοτώθηκαν, αφήνοντας ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους που
οδηγήθηκαν σε αυτή την τραγική απόφαση.
Στην κηδεία η χήρα του Γερμανού κλαίγοντας φώναζε:
- Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου το έλεγες ότι ήθελες άλλο φαγητό να σου
φτιάξω;
Η γυναίκα του Ιταλού κι αυτή βουρκωμένη φώναζε:
- Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου είπες πως είχες βαρεθεί το σπαγγέτι να
σου φτιάξω κάτι άλλο;
Και η γυναίκα του Πόντιου:
- Aχ Γιωρίκα μου γιατί; Γιατί; Γιατί; Αφού μόνος σου το έφτιαχνες το τοστ
Και άλλο ένα.....
Tρεις εξερευνητές Άγγλος, Γάλλος και Έλληνας συλλαμβάνονται από
ανθρωποφάγους στην Αφρική. Ο αρχηγός προσφέρεται να ελευθερώσει όποιον
τα καταφέρει σε τρεις δοκιμασίες, να πιεί ένα τόνο κρασί, να βγάλει ένα
αγκάθι από το πόδι του ιερού λιονταριού και να κάνει sex στην
εκατοντάχρονη γιαγιά του.
Οδηγούν τον Άγγλο στην καλύβα με το κρασί, αρχίζει να πίνει δεν φτάνει
ούτε στη μέση οπότε τον τρώνε.
Aκολουθεί ο Γάλλος το ίδιο και αυτός.
Eρχεται η σειρά του Ελληνα. Μπαίνει στην καλύβα και μετά από πέντε ώρες
βγαίνει τρεκλίζοντας αφού έχει πιεί όλο το κρασί. Τον πηγαίνουν στη
δεύτερη καλύβα με το λιοντάρι, μετά από λίγο ακούγονται βρυχηθμοί,
κραυγές, ουρλιαχτά και μετά από τρεις ώρες βγαίνει ο Ελληνάρας με
σχισμένα ρούχα, γρατζουνισμένος, φέσι ακόμα από το μεθύσι, οπότε λέει
στον αρχηγό:
- "Πηγαινέ με τώρα στη γιαγιά σου να της βγάλω το αγκάθι από το πόδι".