msp vstromhellasforum Enthusiast
Ηλικία : 48 Τόπος : Athens, Ellas - Shantou, China Registration date : 27/10/2009
| Θέμα: Η αποχώρηση από την ΕΕ μονόδρομος για την έξοδο από την κρίση Σαβ Μαρ 26 2011, 00:18 | |
| Από εδώ. Ακούω απόψεις!
Σημείο εκκίνησης για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν είναι αναγκαία η έξοδος από την ΕΕ για να βγούμε από την σημερινή κρίση και —θα πρόσθετα επίσης, για να βάλουμε τις βάσεις για μακροπρόθεσμη έξοδο από την κρίση στον δρόμο για μια άλλη μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης πέρα από την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» —είναι να εξετάσουμε πρώτα ποια είναι τα πραγματικά αίτια της κρίσης αυτής εφόσον υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, (ιδιαίτερα στον χώρο της Αριστεράς, τις οποίες εξέτασα αναλυτικά αλλού[1]) καθώς και δήθεν ερμηνείες που δίνουν οι σοσιαλφιλελεύθεροι και οι νεοφιλελεύθεροι.
Έτσι, σύμφωνα με τις εξηγήσεις των σοσιαλφιλελεύθερων και νεοφιλελεύθερων τα αίτια της κρίσης ανάγονται στην απουσία των «διαρθρωτικών αλλαγών» που χρειαζόταν η ελληνική οικονομία, με τις οποίες εννοούν την μη πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς κατά τη νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας. Με άλλα λόγια, τα αίτια της κρίσης ανάγονται στη μη ολοκλήρωση ακόμη του ανοίγματος και της απορύθμισης όλων των αγορών (τις γνωστές «4 ελευθερίες) που επιβάλλουν οι συμβατικές μας υποχρεώσεις μετά την ένταξή μας στην ΕΕ του Μάαστριχτ. Γιʼ αυτό και τα επιβαλλόμενα μέτρα έχουν ακριβώς στόχο όχι μόνο το άμεσο πρόβλημα —δηλαδή την αποπληρωμή του πελώριου Χρέους που σήμερα φθάνει το 125% του ΑΕΠ (δηλαδή υπερδιπλάσιο του προβλεπόμενου από το Σύμφωνο Σταθερότητας) κατά τρόπο που οι ξένες και ντόπιες οικονομικές ελίτ θα ελαχιστοποιήσουν το οικονομικό αλλά και πολιτικό τους κόστος σε βάρος βέβαια των λαϊκών στρωμάτων— αλλά, ακόμη σημαντικότερο, αυτό που θεωρούν οι ίδιοι την αιτία για τη χρόνια κρίση της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή, την απουσία των «διαρθρωτικών» αλλαγών για τις οποίες πίεζαν για πολλά χρόνια οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών που ελέγχουν οι ξένες ελίτ (αυτό που ονομάζω η υπερεθνική ελίτ για λόγους που θα εξηγήσω σε λίγο) αλλά τις οποίες οι ντόπιες ελίτ, και κυρίως οι πολιτικές, δεν τόλμησαν ποτέ να τις εισάγουν (παρά μόνο αποσπασματικά και χωρίς σύστημα), εξαιτίας του πελώριου πολιτικού κόστους που θα έπρεπε να πληρώσουν, ιδιαίτερα εφόσον έπρεπε να πραγματοποιηθούν για ιστορικούς λόγους σε πολύ μικρότερη χρονική περίοδο από ό,τι στον Ευρωπαϊκό Βορρά.
Η έννοια των «διαρθρωτικών» αλλαγών
Οι «τομές» που επικαλείται η Κοινοβουλευτική Χούντα που μας κυβερνά (και δεν μιλώ βέβαια για τα πετσοκόμματα μισθών, συντάξεων κ.λπ. που απλά στοχεύουν στο συμμάζεμα του Χρέους, το οποίο είναι όμως μόνο το σύμπτωμα και όχι η αιτία της κρίσης) στην πραγματικότητα συνοψίζουν τις «4 ελευθερίες» της συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία, μαζί με τις συνακόλουθες συμφωνίες της Λισαβόνας κ.λπ., εκφράζει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στον Ευρωπαϊκό χώρο. Τέτοιες «τομές» είναι αυτές που επιχειρούνται στο εργασιακό, το ασφαλιστικό, στην Παιδεία, την Υγεία, στην απελευθέρωση διαφόρων αγορών (κάποτε με το πρόσχημα της κατάργησης των κλειστών επαγγελμάτων!), στο ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου με τη μαζική ιδιωτικοποίηση (ακόμη και κλάδων που ικανοποιούν βασικές ανάγκες όπως το νερό, το ηλεκτρικό, οι μεταφορές κ.λπ.). Ο στόχος είναι δηλαδή πάντα το άνοιγμα και η απελευθέρωση κάθε αγοράς αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, καθώς και η απελευθέρωση, αλλά όχι και το άνοιγμα (εκτός αν είναι ελεγχόμενο) της αγοράς εργασίας.
Αντίθετα, σύμφωνα με τη θέση που αναπτύσσω στο βιβλίο, τα αίτια της κρίσης είναι πράγματι διαρθρωτικά ή θα έλεγα δομικά, όχι βέβαια με τη σοσιαλφιλελεύθερη έννοια, αλλά με την έννοια της μεταπολεμικής υιοθέτησης ενός εξωστρεφούς μοντέλου «ανάπτυξης» από τις ελίτ μας για την ενσωμάτωση της οικονομίας στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Η εξωστρέφεια αυτή, όπως δείχνει το βιβλίο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενός διαστρεβλωμένου παραγωγικού προτύπου και ενός αντίστοιχου καταναλωτικού που οδήγησε σε ένα χρόνιο και συνεχώς διευρυνόμενο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε. Και αυτό γιατί ιστορικά δεν υπάρχει παράδειγμα χώρας που μπόρεσε με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές να «σταθεί στα πόδια της» στον ανταγωνισμό με χώρες οι οποίες ήδη είχαν δημιουργήσει ολοκληρωμένες παραγωγικές δομές στο πλαίσιο μιας βασικά ενδογενούς ανάπτυξης που στηρίζεται κυρίως στους δικούς της παραγωγικούς πόρους και το συνακόλουθο καταναλωτικό πρότυπο.
Μπορεί δηλαδή να δειχθεί, ακόμη και με την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, ότι οικονομικές ενώσεις, όπως η ΕΕ, που συνενώνουν χώρες σε άνισα επίπεδα ανάπτυξης και παραγωγικότητας, ωφελούν πάντα τις ήδη περισσότερο αναπτυγμένες χώρες σε βάρος των αδύνατων. Τα μητρoπoλιτικά κέντρα έχoυν τη δυνατότητα να απoκoμίσoυν πoλύ μεγαλύτερα oφέλη από τη συμμετοχή τους στo μπλοκ, σε σχέση με τις περιφερειακές χώρες. Και αυτό διότι ενώ oι μητρoπόλεις διαθέτoυν σύγχρoνη oικoνoμική υπoδoμή και βιoμηχανική βάση, η oπoία στηρίζεται στη μoντέρνα τεχνoλoγία και θεμελιώνεται σε εγχώρια κέντρα έρευνας και τεχνoλoγικής ανάπτυξης, η περιφέρεια δεν διαθέτει ανάλoγα πλεoνεκτήματα και στηρίζει την ανάπτυξή της στο ξένο κεφάλαιο και την ξένη αγορά που, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, οδηγεί σε μια «αποσπασματική» ανάπτυξη κάποιων κλάδων και όχι σε μια ολοκληρωμένη οικονομική δομή και μια ισόρροπη ανάπτυξη της παραγωγικής της βάσης σε σχέση με το καταναλωτικό πρότυπο. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι oι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών στo κέντρo και στην περιφέρεια τoυ κάθε μπλοκ αυξάνονται αντί να μειώνονται με την ενoπoίηση. Και η πιθανότητα μετατρέπεται σε βεβαιότητα, αν η ανάπτυξη της περιφέρειας στηριχθεί σε σοσιαλ/νεοφιλελεύθερες πoλιτικές. Όταν μάλιστα οι αδύνατες χώρες έχουν χάσει και την οποιαδήποτε οικονομική κυριαρχία τους, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη όπου οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, και βασικά η Γερμανία, καθορίζουν την Ευρωπαϊκή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική με βάση τα συμφέροντα των δικών τους ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για τις περιφερειακές χώρες, όπως συμβαίνει σήμερα στον Ευρωπαϊκό Νότο.
Η έννοια της εθνικής οικονομίας
Αναφέρομαι σε ελίτ και προνομιούχα κοινωνικά στρώματα γιατί θέλω να τονίσω ότι δεν δέχομαι βέβαια ότι υπάρχει «εθνικό» οικονομικό συμφέρον (εφόσον αυτό πάντα καθορίζεται σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς από την κυρίαρχη ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα) αλλά μόνο ταξικά (με μια ευρεία έννοια)[2] συμφέροντα. Όμως, ακόμη και στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, έχει μεγάλη σημασία η εξουσία/δύναμη του κράτους στον καθορισμό των όρων και μορφών οικονομικής λειτουργίας στον χώρο δικαιοδοσίας του. Φυσικά, η δύναμη αυτή δεν είναι ισομερώς κατανεμημένη σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, γιʼ αυτό και είναι σημαντικό να διακρίνουμε σχετικά μεταξύ αυτού που ονομάζω στο βιβλίο:
*
το «στοιχείο αλληλεξάρτησης/εξάρτησης», όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ μητροπολιτικών κέντρων και μεταξύ περιφερειακών και μητροπολιτικών χωρών αντίστοιχα και *
το «στοιχείο εθνικής οικονομίας», όσον αφορά στην οικονομική και πολιτική εξουσία/δύναμη του κράτους στον καθορισμό των όρων και μορφών οικονομικής λειτουργίας στον χώρο δικαιοδοσίας του.
Όταν όμως μιλώ για «εθνική οικονομία» δεν εννοώ απλώς την «οικονομία» γενικά που, σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ελέγχεται άμεσα από την αστική τάξη που ελέγχει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας —πράγμα που σημαίνει ότι μόνο η ανατροπή τoυ καπιταλιστικού συστήματος της οικονομίας της αγοράς μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για να περιέλθει ο έλεγχος αυτός σε όλο τον λαό. Αυτο που εννοώ είναι ότι πέρα από τον άμεσο έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας υπάρχει και ο έμμεσος έλεγχος που μπορεί να ασκηθεί από τα λαϊκά στρώματα, μέσω των κοινωνικών ελέγχων που, κατόπιν αγώνων, επιβάλλουν στις αγορές. Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός, ακόμη και στην έμμεση μορφή του, είναι σχεδόν αδύνατος σε περίπτωση που το στοιχείο εξάρτησης βαθμολογείται, σχηματικά, με 100, ενώ το στοιχείο εθνικής οικονομίας είναι μηδενικό και αντίστροφα. Γιʼ αυτό και, ιστορικά, οι κοινωνικοί έλεγχοι στις αγορές ήταν πάντα ισχυρότεροι στα αναπτυγμένα μητροπολιτικά κέντρα (Βρετανία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες—σε ένα βαθμό ακόμη και στις ΗΠΑ κ.λπ.) παρά στις περιφερειακές χώρες του Νότου, όπου το στοιχείο εθνικής οικονομίας ήταν συνήθως μηδενικό, ή στις ημιπεριφερειακές χώρες του Βορρά, όπως η Ελλάδα, όπου το στοιχείο αυτό είχε μια τιμή μεταξύ του μηδέν και του 100. Και, φυσικά, οι έλεγχοι αυτοί διαφέρουν και διαχρονικά, όντας γενικά ισχυρότεροι στη κρατικιστική περίοδο σε σχέση με τη σημερινή.
Επομένως, παρά το γεγονός ότι σε κάθε καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, είτε του κέντρου είτε της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας, ο άμεσος έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών ανήκει στην προνομιούχα αστική τάξη, έχει μεγάλη σημασία (όχι βέβαια από «εθνικιστική» σκοπιά, αλλά από οικονομική, πολιτική και κοινωνική σκοπιά και, ακόμη, από την πλευρά της προοπτικής μιας αυτοδύναμης οικονομίας στο μέλλον) αν αυτή η τάξη έχει τη βάση της στην ίδια τη χώρα (όπως συμβαίνει με τα μητροπολιτικά κέντρα), ή σε άλλες χώρες, όπως συμβαίνει με τις χώρες στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, όπου οι ντόπιες ελίτ παίζουν οικονομικά βασικά τον ρόλο του μεταπράτη και πολιτικά τον ρόλο του εντολοδόχου των ξένων ελίτ —μολονότι βέβαια τα συμφέροντα των ντόπιων ελίτ είναι αλληλένδετα με αυτά των ξένων ελίτ. Έτσι, η Ελλάδα σήμερα μετατρέπεται και τυπικά σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, όχι μόνο για την περίοδο του Μνημονίου, (το οποίο θα ανανεώνεται στο μέλλον με διάφορες μορφές και ονόματα), αλλά για το ακαθόριστο μέλλον, δηλαδή για όσο καιρό δεν δημιουργούνται οι βάσεις μιας αυτοδύναμης οικονομίας —προϋπόθεση για την οποία είναι η έξοδός μας από την ΕΕ και την ΟΝΕ. Φυσικά, υπάρχουν και κάποιες ατεκμηρίωτες αλλά και αβάσιμες απόψεις (συχνά «Μαρξίζουσες») ότι η Ελλάδα έχει πάψει απο καιρό νʼ ανήκει στην ημιπεριφέρεια, επειδή κάποια τμήματα του ντόπιου κεφαλαίου έκαναν εξαγωγή επενδύσεων, βασικά σε υπηρεσίες (τραπεζικές, εμπόριο κ.λπ.), σε γειτονικές Βαλκανικές χώρες. Όμως, οι εξαγόμενες υπηρεσίες, όπως και αυτές στην Ελλάδα, δεν ανήκουν στις υπηρεσίες που αναπτύχθηκαν με βάση την υψηλή έρευνα και τεχνολογία (όπως συμβαίνει με τον αντίστοιχο τριτογενή τομέα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών), εφόσον παρόμοια έρευνα και τεχνολογία δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην Ελλάδα, όπως δείχνει και το βιβλίο. Και, φυσικά, το ελληνικό κεφάλαιο δεν τόλμησε ποτέ να κάνει επενδύσεις στον δευτερογενή τομέα των βαλκανικών χωρών (όπως κάνουν οι πολυεθνικές στη Κίνα, Ινδία κ.λπ.) αφού παρόμοιες επενδύσεις προϋποθέτουν βαθμό ανάπτυξης της έρευνας και τεχνολογίας, αλλά και της ίδιας της μεταποίησης, που ιστορικά ήταν ανύπαρκτος στην Ελλάδα λόγω του εξωγενούς χαρακτήρα της ελληνικής «ανάπτυξης». Η μόνη επομένως αξιόλογη δραστηριότητα «Ελληνικού» κεφαλαίου στο εξωτερικό είναι αυτή του εφοπλιστικού κεφαλαίου, το οποίο όμως πάντοτε ήταν κοσμοπολίτικο, δηλαδή ιστορικά αναπτύχθηκε στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, με ελάχιστους οργανικούς δεσμούς με την ελληνική «αναπτυξιακή» διαδικασία (πέρα από κάποιες περιστασιακές συνήθως επενδύσεις «της αρπαχτής» σε ναυπηγεία, διυλιστήρια κ.λπ..
Περί ρεφορμισμού και επανάστασης
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι αποτελούν αποπροσανατολιστικές υπεραπλουστεύσεις οι ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες η κρίση είναι μια «κρίση του κεφαλαίου» και, επομένως, το να προτείνουμε τρόπους διεξόδου από την κρίση, δεν αποτελεί παρά ρεφορμισμό. Όμως, το αντικείμενό μας δεν είναι βέβαια πώς θα ξεπεραστεί η κρίση του κεφαλαίου και, όπως έχω δείξει αλλού,[3] με μια έννοια, η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς είναι χρόνια, με συνεχή σκαμπανεβάσματα που κάνουν ακόμη πιο φανερή την ανάγκη της αντικατάστασης της «αναρχίας της αγοράς» από ένα σύστημα όπου η κοινωνία, δημοκρατικά, σχεδιάζει τον τρόπο κάλυψης των αναγκών της με βάση τις υπάρχουσες πλουτοπαραγωγικές πηγές και τις αποφάσεις των πολιτών όσον αφορά στον χρόνο προσωπικής εργασίας τους. Εκείνο, λοιπόν, που ξεχνούν οι παρόμοιες απόψεις περί «ρεφορμισμού» είναι ότι την κρίση του κεφαλαίου σπάνια την πληρώνουν οι ίδιοι οι κεφαλαιούχοι και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα —ιδιαίτερα σήμερα που ολόκληρο το βάρος της κρίσης μετατίθεται στους ώμους των λαϊκών στρωμάτων. Και εάν μεν υπήρχαν σήμερα οι επαναστατικές συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανατροπή του ληστρικού αυτού συστήματος θα ήταν βέβαια απάρνηση του καθήκοντός μας να προτείνουμε «ρεφορμιστικές» λύσεις. Όμως, σήμερα, ούτε επαναστατικές συνθήκες υπάρχουν τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, αλλά ούτε και οι λύσεις που προτείνουμε είναι ρεφορμιστικές.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες είναι φανερό από το ότι, μέχρι σήμερα, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ευρώπη γενικότερα, έχουν ξεσπάσει απεργιακά κινήματα με συνέχεια και συνέπεια, τα οποία θέτουν επαναστατικά αιτήματα και, εν δυνάμει, θα μπορούσαν να καταλήξουν σε γενικές απεργίες διαρκείας οι οποίες θα παρέλυαν τον κρατικό μηχανισμό και την οικονομία γενικότερα. Οι διαδηλώσεις, ακόμη και οι τυχόν εξεγέρσεις στο μέλλον, δεν είναι βέβαια ικανές, απο μόνες τους, να ανατρέψουν όχι το σύστημα, αλλά ούτε καν τα ληστρικά μέτρα που οι ελίτ επιβάλλουν παντού ενάντια στα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα, σήμερα οι ελίτ έχουν εξαχρειωθεί σε τέτοιο βαθμό από την «παθητική αντίσταση» των λαϊκών στρωμάτων ώστε δεν διστάζουν να εξαπατούν φανερά τον λαό για να κατακτήσουν την εξουσία και, στη συνέχεια, να περνούν οποιοδήποτε αντιλαϊκό μέτρο επιθυμούν με τις κοινοβουλευτικές Χούντες τους στην ψευτο-«δημοκρατία» μας, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη, από τη μια μεριά, στο γεγονός ότι αρκεί η πλύση εγκεφάλου από τα ελεγχόμενα από αυτές ΜΜΕ, και στο μονοπώλιο της κρατικής βίας, από την άλλη, ώστε να αναπαράγουν την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία τους.
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα όταν, όπως έδειξαν οι δημοτικές εκλογές, η μόνη αντίσταση που είναι διατεθειμένα τα λαϊκά στρώματα να ορθώσουν κατά της κοινοβουλευτικής Χούντας είναι η αποχή, η οποία δυστυχώς δεν είναι μόνο αποχή από την κάλπη, αλλά και αποχή από την ενεργό αντίσταση που θα μπορούσε να εκδηλωθεί με ένα κίνημα «άγριων απεργιών» το οποίο θα κορυφωνόταν με γενικές απεργίες, μαζικές διαδηλώσεις (δεν είναι τυχαίο ότι οι διαδηλώσεις ποτέ δεν έφθασαν τη μαζικότητα των Ιουλιανών) κ.λπ., με στόχο την ανατροπή των ληστρικών μέτρων. Παράλληλα, όπως έδειξαν οι ίδιες εκλογές, υπάρχουν και εκατομμύρια συμπολίτες μας που δεν είχαν πρόβλημα να υπερψηφίσουν και τους εγκληματίες επαγγελματίες πολιτικούς που εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά (πράγμα που εξέπληξε ακόμη και τον «σοσια-ληστή» πρόεδρο του ΔΝΤ) με περιοχές μάλιστα, όπως η Κρήτη, να δίνουν και συντριπτική πλειοψηφία σε χουντικούς υποψήφιους, προφανώς συγχέοντας τον Ελ. Βενιζέλο με τον...Γιωργάκη! Μολονότι, δηλαδή, η τεράστια αποχή σήμαινε πως το Μνημόνιο της τρόικας και των υποτελών της εγκρίθηκε άμεσα από λιγότερο από το 1/5 του λαού ή, έμμεσα, (αν συνυπολογίσουμε τις ψήφους των Ευρωπαϊστών στα κόμματα εξουσίας και τα δεκανίκια τους) από κάτι παραπάνω από το 1/3 των πολιτών, είναι φανερό ότι οι παραπάνω ενδείξεις κάνουν να μοιάζει με ανέκδοτο η άποψη περί ύπαρξης επαναστατικών συνθηκών στην Ελλάδα σήμερα...
Επιπρόσθετα, αποτελεί κατάφωρη διαστρέβλωση ο χαρακτηρισμός των προτάσεών μας για την έξοδο από την κρίση ως ρεφορμιστικών. Η διάκριση ανάμεσα σε ρεφορμιστικά και αντισυστημικά κινήματα που υιοθετούμε διαφέρει ριζικά από τη ταξινόμηση των κινημάτων ως ρεφορμιστικών ή επαναστατικών με βάση το συνηθισμένο κριτήριο εάν στοχεύουν στην σταδιακή αλλαγή ή σε μια απότομη και κατά κάνονα βίαιη αλλαγή, αντίστοιχα. Είναι προφανές ότι η ταξινόμηση αυτή βασίζεται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής και όχι στον ίδιο τον στόχο που μπορεί να εξακολουθεί να είναι είτε συστημικός είτε ρεφορμιστικός. Όπως ανέπτυξα αλλού[4], είναι δυνατό σήμερα να φανταστούμε ένα αντισυστημικο κίνημα που στοχεύει στη ριζική ρήξη με το σύστημα χρησιμοποιώντας μη βίαιες μεθόδους για την επίτευξη αυτού του στόχου και το οποίο καταφεύγει στη βία μόνο στην περίπτωση που δέχεται επίθεση από τις κυρίαρχες ελίτ κατά τη μετάβαση προς τη νέα κοινωνία —όπως είναι η περίπτωση της μεταβατικής στρατηγικής της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, τα κινήματα κατατάσσονται ως αντισυστημικά ή ρεφορμιστικά ανάλογα με το εάν στοχεύουν στην αντικατάσταση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών θεσμών και των συνεπαγομένων αξιών με νέους θεσμούς και αξίες, ή απλώς στην αλλαγή ή βελτίωση των κυρίαρχων θεσμών («εκβάθυνση της δημοκρατίας», καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας της αγοράς κ.λπ.) αντίστοιχα.
Ρεφορμιστικές είναι, επομένως, οι θέσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση και αναπαραγωγή του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού του συμπληρώματος στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Mε βάση αυτόν τον γενικά αποδεκτό ορισμό, θα αποτελούσε σενάριο επιστημονικής φαντασίας να χαρακτηριστούν τα προτεινόμενα εδώ μέτρα, τα οποία έχουν βασικό στόχο να αποφευχθεί η κατεδάφιση κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών, ως ρεφορμιστικά. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αιτήματα όπως η έξοδος από την ΕΕ (σε αντίθεση με την απλή έξοδο από την ΟΝΕ που προτείνει η ρεφορμιστική Αριστερά, αλλά και πολλοί ορθόδοξοι οικονομολόγοι και επαγγελματίες πολιτικοί των ελίτ) είναι σαφώς αντισυστημικά, εφόσον ήταν η ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ αυτή που ενσωμάτωσε πλήρως την Ελληνική οικονομία στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Αντίστοιχα, σήμερα, είναι η έξοδός μας από την ΕΕ που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την αποδέσμευσή μας από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσω της δημιουργίας μιας αυτοδύναμης οικονομίας (δηλαδή της μεγιστοποίησης των λαϊκών ελέγχων πάνω στις αγορές και της παράλληλης δημιουργίας μιας άλλης παραγωγικής δομής και καταναλωτικού προτύπου) ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την αντικατάσταση του σημερινού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος με ένα άλλο που θα θεσμοποιεί την ισοκατανομή της οικονομικής και πολιτικής δύναμης.
Από αυτή τη σκοπιά είναι πράγματι λυπηρό ότι σημαντικό τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς μας δεν αντιλαμβάνεται καν τη σημασία της εξόδου από την ΕΕ. Έτσι, κάποιοι, έχοντας μείνει απολιθωμένοι σε κάποια «Μαρξιστική» σκέψη των αρχών του περασμένου αιώνα, προτείνουν μέτρα για να αλλάξει ο συσχετισμός εργασίας-κεφαλαίου στην Ελλάδα[5] απορρίπτοντας την έξοδο όχι μόνο από την ΕΕ, αλλά ακόμη και την ΟΝΕ —προφανώς μη έχοντας πάρει μυρουδιά για τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και την ένταξη της ελληνικής (μέσω της ΕΕ) σε αυτήν! Άλλοι πάλι συναρτούν την έξοδο από την ΕΕ με την κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας, «ξεχνώντας» ότι το αίτημα εξόδου από την ΕΕ είναι από τη φύση του αντισυστημικό και η ικανοποίησή του αποτελεί αναγκαία (αλλά όχι και επαρκή) συνθήκη για οποιαδήποτε συστημική αλλαγή. Η επαρκής συνθήκη για παρόμοια αλλαγή αναφέρεται προφανώς στις υποκειμενικές συνθήκες οι οποίες, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, κάθε άλλο παρά επαναστατικές είναι σήμερα. Η παραπομπή επομένως του αιτήματος για έξοδο από την ΕΕ στις ελληνικές καλένδες δημιουργεί τεράστιες ευθύνες για εκείνο το τμήμα της αντισυστημικής αριστεράς που, για χάρη μιας δήθεν μαξιμαλιστικής θέσης για επανάσταση, εγκλωβίζει τα λαϊκά στρώματα σε ανώδυνους (για τις ελίτ) τελικά αγώνες για «ανυπακοή» κ.λπ., με τον κρυφό πόθο ότι η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων θα τα ωθήσει τελικά σε αυτό (το τμήμα της αντισυστημικής αριστεράς) και την επαναστατική αλλαγή. Δυστυχώς, όμως, σήμερα δεν είμαστε ούτε στο 1905 ούτε στο 1917 αλλά στην αρχή ενός αιώνα όπου η εξαθλίωση, όπως έδειξε η εμπειρία των περασμένων δεκαετιών στη λατινική Αμερική και σήμερα στην Κίνα ή την Ινδία, δεν οδηγεί σε ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών αλλά, αντίθετα, ωθεί τα λαϊκά στρώματα σε έναν αγώνα ατομικής επιβίωσης, με την ελπίδα ότι κάποιοι τουλάχιστον που ανήκουν σε αυτά θα τα καταφέρουν να «πιάσουν την καλή» και να ενταχθούν στα προνομιούχα στρώματα.
Τέλος, ανάλογα ισχύουν για ένα άλλο κομμάτι της αντισυστημικής Αριστεράς που εξαρτά το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ από την παράλληλη και ταυτόχρονη έξοδο και πολλών άλλων χωρών από αυτή. Μολονότι είναι αλήθεια ότι η λαϊκή οργή σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού «Νότου» (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία), αλλά και του Βορρά (π.χ. Γαλλία) εναντίον της ΕΕ κορυφώνεται τελευταία, θα ήταν ουτοπία να περιμέναμε, με δεδομένη την οικονομική, πολιτική αλλά και πολιτιστική ανομοιογένεια των Ευρωπαϊκών λαών, καθώς και τις διαφορετικές τους αγωνιστικές παραδόσεις που θεμελιώνονται στην Ιστορία τους, μια ταυτόχρονη απεξάρτηση από την ΕΕ. Παρόμοια «στρατηγική» επίσης θα παρέπεμπε στις ελληνικές καλένδες το επιτακτικό αίτημα εξόδου από την ΕΕ.
Ερωτήματα που γεννά η συγκεκριμένη ερμηνεία της κρίσης
Η παραπάνω προβληματική ερμηνεία της κρίσης γεννά μια σειρά ερωτημάτων στα οποία προσπαθεί να δώσει συστηματική απάντηση το βιβλίο. Εδώ θα προσπαθήσω να δώσω μια συνοπτική περιγραφή της σχετικής συζήτησης. Τα κύρια ερωτήματα είναι:
*
γιατί ο στόχος του ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών είναι τόσο κρίσιμος στη σημερινή διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς; *
ποια είναι η σχέση του στόχου αυτού με τη μεταπολεμική και κυρίως τη μεταπολιτευτική ελληνική οικονομική «ανάπτυξη»; *
γιατί οι διαρθρωτικές αλλαγές που μας επιβάλλουν σήμερα οι ντόπιες και ξένες ελίτ θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στη Λατινοαμερικανοποίηση της ελληνικής οικονομίας; *
πως μπορεί σε αυτό το διεθνές περιβάλλον μια οικονομία στην ημιπεριφέρεια, όπως η ελληνική, να δημιουργήσει μια οικονομικά αυτοδύναμη, όχι αυτάρκη, οικονομία; *
ποια είναι τα άμεσα μέτρα για να βγούμε από την κρίση ;
Συνοπτικά, οι απαντήσεις που θα μπορούσαμε να δώσουμε στα ερωτήματα αυτά έχουν ως εξής :
* Γιατί είναι κρίσιμο για τις ελίτ σήμερα το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών;
Αναφέρθηκα παραπάνω στις «διαρθρωτικές αλλαγές» που εκφράζει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Όμως τι είναι αυτή η παγκοσμιοποίηση που κάποιοι στην Αριστερά, ακόμη και κάποιοι σε αυτό που θα ονόμαζα παλαιολιθική Μαρξιστική Αριστερά, αμφισβητούν ακόμη και την ύπαρξή της ως νέου φαινομένου; Η παγκοσμιοποίηση (ή, σωστότερα, διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς) είναι ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών, οι οποίες ξεκίνησαν να αλλάζουν τον κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.[6]
Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[7], ήταν η δυναμική της οικονομίας της αγοράς η οποία οδήγησε στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και, συνεπώς, στη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την αλληλένδετη νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, όπως, αντίστοιχα, ήταν η δυναμική της δημιουργίας εθνικών αγορών και η παράλληλη Βιομηχανική Επανάσταση –πάντα σε συνάρτηση με την Κοινωνική Πάλη— που οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε την ίδια την οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την παραδοσιακή εθνική ελίτ, της οποίας η δύναμη (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) συνδέεται με τη δράση της σε εθνικό επίπεδο, η δύναμη της υπερεθνικής ελίτ συνδέεται με τη δράση της σε υπερεθνικό επίπεδο, ένα γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει αποκλειστικά, ή ακόμη και πρωταρχικά, τα συμφέροντα συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Τα μέλη της νέας αυτής ελίτ, εν αντιθέσει προς τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η προνομιούχα θέση τους, δεν είναι το να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά την αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς την προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως υποστηρίζει η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης). Αυτό συμβαίνει επειδή η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της να συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με συγκεκριμένες εθνικές αγορές. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ που έχουν ισχυρότερη πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική δύναμη δεν τη χρησιμοποιούν για την πραγματοποίηση των ιδιαίτερων σκοπών τους στα υπερεθνικά μπλοκ που έχουν δημιουργηθεί σήμερα, όπως η ΕΕ, της οποίας οι θεσμοί, και ιδιαίτερα το Ευρώ, έχουν διαμορφωθεί με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση του γερμανικού κεφαλαίου, ή η NAFTA, όπου τον αντίστοιχο ρόλο παίζει το αμερικάνικο κεφάλαιο.
Το διαφοροποιητικό στοιχείο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, σε σχέση με προηγούμενες απόπειρες διεθνοποίησης, είναι ότι ο καπιταλισμός δεν οργανώνεται πρωταρχικά, αν όχι αποκλειστικά, μέσω εθνικών οικονομιών, δηλαδή με βάση κατʼ αρχήν την εσωτερική αγορά και το εγχώριο κεφάλαιο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά μέσω της διεθνοποιημένης οικονομίας, με βάση τη διεθνή αγορά (στην περίπτωση μπλοκ ξεκινώντας με βάση την αγορά του μπλοκ, αλλά όχι μόνο) και τις πολυεθνικές, οι οποίες έχουν μεν τυπικά εθνική βάση αλλά επιδιώκουν, και σήμερα έχουν πετύχει, τη δυνατότητα απρόσκοπτης κίνησης των κεφαλαίων τους και σταδίων παραγωγής, αν όχι ολόκληρων κλάδων παραγωγής, από χώρα σε χώρα (με βάση το κίνητρο της μεγιστοποίησης του κέρδους τους και του ελέγχου των αγορών) –πράγμα που τους δίνει μια ουσιαστικά υπερεθνική βάση. Είναι, λοιπόν, προφανές γιατί το ίδιο το φαινόμενο των πολυεθνικών –δηλαδή η πεμπτουσία της σημερινής παγκοσμιοποίησης, αφού οι πολυεθνικές ελέγχουν σήμερα την παγκόσμια παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο— θα ήταν αδύνατο να παραχθεί και αναπαραχθεί χωρίς το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών.
Όμως, το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών που απαιτεί η νέα παγκοσμιοποίηση, είναι αυτό ακριβώς που οδήγησε στο κίνημα του νεοφιλελευθερισμού σαν ιδεολογίας και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Προφανώς, οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές είναι ασύμβατες με ένα ισχυρό κράτος-πρόνοιας (που συνεπάγεται και υψηλή σχετικά φορολογία των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων), με τις εθνικοποιημένες ή κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις (Τράπεζες, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας κ.λπ.), με τα ισχυρά συνδικάτα που εκφράζουν τη βάση, με μια πραγματική κοινωνική ασφάλιση, όπως συνέβαινε στην κρατικιστική περίοδο, όπου υπήρχαν ισχυροί κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές ακριβώς για να εμποδίζουν τη μετακίνηση του κεφαλαίου σε παραδείσους που ονομάζουν «οικονομικά θαύματα», ώστε να αποφεύγουν τη φορολόγησή τους κ.λπ..
Συμπερασματικά, ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της σημερινής παγκοσμιοποίησης και οι ίδιες οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν είναι θέμα επιλογής στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με άλλα λόγια, η ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όπως υποστηρίζω ήδη από τη δεκαετία του 1990[8], δεν είναι θέμα αλλαγής κάποιων «κακών» νεοφιλελεύθερων επαγγελματιών πολιτικών με κάποιους «καλούς» σοσιαλδημοκράτες (πέρα βέβαια από αυτούς που «πρόδωσαν» τη σοσιαλδημοκρατία!). Η επιστροφή σε κάποιου είδους σοσιαλδημοκρατία (και συνακόλουθων Κεϊνσιανών πολιτικών) σε εθνικό επίπεδο ή ακόμη και σε επίπεδο οικονομικών μπλοκ είναι αδύνατη στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή στο πλαίσιο των «απελευθερωμένων» αγορών κεφαλαίου, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και εργασίας, παρά τα φληναφήματα για το αντίθετο της ρεφορμιστικής Αριστεράς (Μαρξογενούς ή μη)[9]. Γιʼ αυτό και είναι ανόητες οι προτάσεις υποστηρικτών της να επιστρέψουμε στον Ρούσβελτ και το Νιου Ντιλ («ξεχνώντας» ότι τη δεκαετία του 1930 δεν υπήρχαν πολυεθνικές και οι αγορές ήταν ελεγχόμενες) ή να μιμηθούμε τον Ομπάμα («ξεχνώντας» ότι είναι η πλήρης αλληλεξάρτηση Κίνας και ΗΠΑ στη σημερινή παγκοσμιοποίηση που τις κάνουν δυνατές, εφόσον οι πολιτικές Ομπάμα θα ήταν αδύνατες χωρίς τη μαζική κάλυψή τους από το κινέζικο δανειακό κεφάλαιο, το οποίο, με τη σειρά του, συσσωρεύθηκε χάρη στις εξαγωγές των θυγατρικών των αμερικανικών και άλλων πολυεθνικών κυρίως στις ΗΠΑ!).
Με βάση αυτά τα δεδομένα, όπως προσπαθώ να δείξω στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, μόνο η δημιουργία αυτοδύναμων οικονομιών και οικονομικών ενώσεων παρόμοιων οικονομιών στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης θα μπορούσε όχι μόνο να προστατεύσει τα λαϊκά στρώματα από τις καταστροφικές συνέπειες της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αλλά και να ανοίξει τον δρόμο για μια άλλη κοινωνικο-οικονομική οργάνωση, είτε για κάποιους αυτή είναι σοσιαλιστική είτε αυτή που εμείς προτιμάμε να ονομάζουμε Περιεκτική Δημοκρατία, επειδή, για εμάς, η ισοκατανομή οικονομικής δύναμης είναι μόνο μια από τις παραμέτρους της εναλλακτικής κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης.
* Ποια είναι η σχέση του στόχου αυτού με τη μεταπολεμική και κυρίως τη μεταπολιτευτική ελληνική οικονομική «ανάπτυξη»;
Πριν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981, στον βαθμό που το «στοιχείο εξάρτησης» επέτρεπε την εφαρμογή σημαντικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, το Κράτος μπορούσε και επέβαλε όχι μόνο τους συνήθεις ρυθμιστικούς ελέγχους, αλλά και κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια (που βοηθούσαν το μη εξαρτημένο τμήμα της οικονομίας μας να αντεπεξέρχεται στο ανταγωνισμό με τις κυρίαρχες χώρες), ή ακόμη και κοινωνικούς έλεγχους υπό στενή έννοια. Ως συνέπεια όμως της εισόδου μας στην Κοινή Αγορά και ως συνάρτηση του βαθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής κρατικής εξουσίας, δηλαδή της εξουσίας των κυρίαρχων μονάδων μέσα στην ολότητα της ΕΟΚ/ΕΕ (κυρίως των χωρών που είναι και μέλη του G7 και, επομένως, και της υπερεθνικής ελίτ, δηλαδή Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία), το «στοιχείο εθνικής οικονομίας» συνεχώς εξασθενούσε προς όφελος του «στοιχείου εξάρτησης», όπως έδειξε το γεγονός που εξετάζω στο βιβλίο ότι, ως συνέπεια της ένταξής μας και της άρσης των προστατευτικών δασμών που επέτρεπαν πριν την ένταξη σε μερικούς κλάδους της οικονομίας μας να αντιμετωπίζουν τον ξένο ανταγωνισμό και να συμβάλλουν έτσι στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η αναπτυξιακή διαδικασία εξαρτήθηκε αποκλειστικά από τη μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου. Δηλαδή, κάθε συνέχιση της ανάπτυξης ουσιαστικά έγινε συνάρτηση της μεγαλύτερης εξάρτησης της οικονομίας μας. Δεδομένου όμως ότι μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου δεν συνέβη, για τους λόγους που εξετάζω στο βιβλίο, η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η «αναπτυξιακή φούσκα» και η σημερινή χρεοκοπία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν κάποιοι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια εισήχθησαν μετά την ένταξη, κάποτε και σαν συνέπεια της ένταξης (πριν βέβαια την συνθήκη Μάαστριχτ, όταν η ΕΟΚ ήταν ακόμη στη σοσιαλδημοκρατική φάση της αγοραιοποίησης), ανακαλούνται πάραυτα στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση, στην οποία έχουν φυσικά σύσσωμες προσχωρήσει οι ευρωπαϊκές ελίτ.
Έτσι, στη μετα-ενταξιακή περίοδο, το «στοιχείο εξάρτησης» δεν είναι πια ανεξάρτητη μεταβλητή που καθορίζεται από ιστορικές συνθήκες και την εκάστοτε έκβαση της Κοινωνικής Πάλης στο εσωτερικό επίπεδο, αλλά καθορίζεται ολοκληρωτικά «απέξω», χωρίς τη δυνατότητα η έκβαση της εσωτερικής Κοινωνικής Πάλης στην Ελλάδα να έχει οποιαδήποτε επίδραση στον βαθμό εξάρτησης από τα μητροπολιτικά κέντρα, όσο η χώρα παραμένει μέλος της ΕΕ. Ενώ, δηλαδή, στην προ-ενταξιακή περίοδο υπήρχαν σκαμπανεβάσματα στον βαθμό εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τα διεθνή μητροπολιτικά κέντρα (και, επομένως, στην επιρροή του «στοιχείου εθνικής οικονομίας» σε σχέση με αυτή του «στοιχείου εξάρτησης»), στη μετα-ενταξιακή περίοδο υπάρχει μια συνεχής εξασθένηση του «στοιχείου εθνικής οικονομίας» προς όφελος του «στοιχείου εξάρτησης», σε αναλογία με τον βαθμό που ο ελληνικός λαός και οι άλλοι λαοί στις χώρες στην περιφέρεια της ΕΟΚ/ΕΕ χάνουν ακόμη και τα τελευταία στοιχεία εθνικού ελέγχου πάνω στις οικονομίες τους, αρχικά με την Ενιαία Αγορά, στη συνέχεια με την ΟΝΕ και το ευρώ, και σήμερα με την ολοκλήρωση όλων αυτών, με αφορμή την κρίση κάτω από το πέλμα της τρόικας. Ακόμα, με μια πλήρη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κρατικής εξουσίας, δηλαδή στην περίπτωση μιας πλήρους οικονομικής ένωσης, την οποία μάλιστα προτείνουν πολλοί στην ψευτο-«διεθνιστική» «Αριστερά» μας, «εθνική οικονομία» θα αποτελούσε ο χώρος της ΕΟΚ/ΕΕ και όχι της Ελλάδας! Στην περίπτωση αυτή, το «στοιχείο εθνικής οικονομίας» (που προσδιορίζεται από τον ελληνικό χώρο), ως στοιχείο καθορισμού της πολιτικο-οικονομικής δομής της χώρας μας, θα εξαφανιστεί τελείως και η εξάρτηση του ελληνικού λαού από τις κυρίαρχες μονάδες στην ευρωπαϊκή ολότητα θα ήταν πλήρης, ενώ παράλληλα τα μητροπολιτικά κέντρα μέσα στην οικονομική ένωση θα διατηρήσουν και ενισχύσουν παραπέρα τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ τους.
Οι συνέπειες, επομένως, της ένταξής μας στην ΕΟΚ/ΕΕ θα μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια μιας διαδικασίας όπου οι μηχανισμοί που λειτουργούν μέσα σε ένα ιεραρχικό καπιταλιστικό υποσύνολο —μηχανισμοί που αναγκαστικά ευνοούν τα ισχυρότερα οικονομικά μέλη— αφήνονται όλο και περισσότερο ελεύθεροι να λειτουργούν μέσα στον ελληνικό χώρο, μειώνοντας αντίστοιχα τη δυνατότητα επιβολής κοινωνικών ελέγχων κάθε είδους πάνω στις αγορές, και, συνακόλουθα, αποδιαρθρώνοντας τον έμμεσο κοινωνικό έλεγχο πάνω στην οικονομία που θα μπορούσαν να ασκήσουν τα λαϊκά στρώματα στην μεταβατική περίοδο. Ακόμη, η ουσιαστική εξαφάνιση κάθε κοινωνικού ελέγχου πάνω στις αγορές που επιφέρει η ένταξή μας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, υπονομεύει αποφασιστικά την ίδια τη δυνατότητα μετάβασης σε μια Οικονομική Δημοκρατία!
* Γιατί οι διαρθρωτικές αλλαγές που μας επιβάλλουν σήμερα οι ντόπιες και ξένες ελίτ θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στη Λατινοαμερικανοποίηση της ελληνικής οικονομίας;
Όπως είναι γνωστό, το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που αναδύθηκε μεταπολεμικά ήταν αυτό της μαζικής καταναλωτικής οικονομίας, το οποίο διατηρήθηκε σε ολόκληρη την κρατικιστική περίοδο (1945-75). Σήμερα, όμως, το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να αναπαραχθεί γιατί αποδείχθηκε μη βιώσιμο, όχι μόνο οικολογικά αλλά και οικονομικά. Οικολογικά, εφόσον είναι πια γενικά αποδεκτό ότι είναι μη βιώσιμη η γενικευμένη «οικονομία ανάπτυξης». Οικονομικά, διότι η ίδια η δυναμική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου. Αυτό όμως δεν σημαίνει υπερσυσσώρευση και υποκατανάλωση, όπως υποστηρίζουν «παλαιολιθικές» αναλύσεις της Αριστεράς. Στον βαθμό που τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα σε Βορρά και Νότο (ο «νέος Βορράς» όπως τον ονόμασα) αναπαράγουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα και τα λαϊκά στρώματα σε Βορρά και Νότο (ο «νέος Νότος») αναπαράγουν τα νέα καταναλωτικά πρότυπα που τους επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (βασικά επιβίωσης) δεν υπάρχει λόγος υποκατανάλωσης. Έτσι, στην προτελευταία συνάντηση της «Ομάδας των 20»,[10] ουσιαστικά αποφασίστηκε η υιοθέτηση της πρότασης των Ευρωπαϊκών ελίτ, και κυρίως της Γερμανικής, ότι το «δικαίωμα» για ανάπτυξη ανήκει μόνο στις χώρες με υγειά δημοσιονομικά, ενώ οι υπόλοιπες θα πρέπει να αρκούνται σε οριακή ανάπτυξη, αν όχι συνεχή ύφεση, μέχρι να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία –δηλαδή σε τρία τέρμινα! Και αυτό, διότι ούτε ο Νότος, ούτε πολλές χώρες στον Βορρά απολαμβάνουν δημοσιονομική ισορροπία τα τελευταία 30 χρόνια που αναπτύχθηκε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο μεν Νότος, διότι προσπάθησε να βασίζει την «ανάπτυξή» του σε δανειακά κεφάλαια, ο δε Βορράς, εξαιτίας των δαπανών για το κοινωνικό κράτος αρχικά, |
|